-
1 λιθόλευστος
λῐθό-λευστος, ον,A stoned,ὑπὸ τῶν ὄχλων D.S.3.47
;λ. ποιῆσαί τινα Plu.2.313b
, Sch.Call.Iamb.in PSI9.1094.25; λ. Ἄρης death by stoning, S.Aj. 254 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθόλευστος
См. также в других словарях:
λιθόλευστος — λιθόλευστος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώθηκε με λιθοβολισμό («γίνονται λιθόλευστοι ὑπὸ τῶν ὄχλων κατά τινα χρησμὸν ἀρχαῑον», Διόδ.) 2. ο άξιος λιθοβολισμού 3. φρ. «λιθόλευστος Ἄρης», Σοφ. θάνατος που επέρχεται με λιθοβολισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * … Dictionary of Greek